μυρίπνους

μυρίπνους
μῡρίπνους , μυρίπνους
masc/fem nom pl
μῡρίπνους , μυρίπνους
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρίπνους — ουν βλ. μυρόπνους …   Dictionary of Greek

  • μυρίπνοον — μυρίπνοος masc/fem acc sg μυρίπνοος neut nom/voc/acc sg μῡρίπνοον , μυρίπνους masc/fem acc sg μῡρίπνοον , μυρίπνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίπνουν — μῡρίπνουν , μυρίπνους masc/fem acc sg μῡρίπνουν , μυρίπνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρόπνους — και μυρίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ευώδη μύρα, που μυρίζει, που ευωδιάζει («μυρίπνοα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνόος / πνοῦς (πρβλ. ροδό πνους)] …   Dictionary of Greek

  • μυριπνόου — μυρίπνοος masc/fem/neut gen sg μῡριπνόου , μυρίπνους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριπνόων — μυρίπνοος masc/fem/neut gen pl μῡριπνόων , μυρίπνους masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίπνοα — μυρίπνοος neut nom/voc/acc pl μῡρίπνοα , μυρίπνους neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίπνοε — μυρίπνοος masc/fem voc sg μῡρίπνοε , μυρίπνους masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”